- επίσειστος
- ἐπίσειστος, -ον (Α) [επισείω]1. (κυρίως για μαλλιά) αυτός που σείεται, που κυματίζει, που κυμαίνεται2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κουρᾱς»3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίσειστος(στην αρχ. κωμωδία) προσωπείο με τρίχες που κρέμονται στο μέτωπο.
Dictionary of Greek. 2013.